ποιητικάς, τάς
Ερμηνεία:
(ποιητικός, -ή, -ό) [αιτ. πληθ. της ποιητικής )
Ετυμολογία:
[<(Όμηρ.) ποιέω (κατασκευάζω, φτιάχνω, παρασκευάζω) < (Όμηρ.) ποιητός, -ή, -ό (καμωμένος, κατασκευασμένος), Καινή Διαθήκη 6 φορές]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… καὶ παρεδίδετο εἰς σκέψεις φιλοσοφικὰς καὶ εἰς ποητικὰς εἰκόνας …(εικόνες που φαντάζεται κανείς όταν διαβάζει κάποιο ποίημα) [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|